„αναφλεκτήρας“: αρσενικό αναφλεκτήρας [anaflekˈtiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Zündkerze, Zünder Zündkerzeθηλυκό | Femininum, weiblich f αναφλεκτήρας αυτοκίνητο | Autoαυτοκ Zünderαρσενικό | Maskulinum, männlich m αναφλεκτήρας αυτοκίνητο | Autoαυτοκ αναφλεκτήρας αυτοκίνητο | Autoαυτοκ