ανατροπή
[anatroˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kippenουδέτερο | Neutrum, sächlich nανατροπήανατροπή
- Umsturzαρσενικό | Maskulinum, männlich mανατροπήανατροπή
- Sturzαρσενικό | Maskulinum, männlich mανατροπή κυβερνήσεωςανατροπή κυβερνήσεως
- Widerlegungθηλυκό | Femininum, weiblich fανατροπή θεωρίαςανατροπή θεωρίας