„ανατρέπω“: μεταβατικό ρήμα ανατρέπω [anaˈtrepo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) umstürzen, umkippen, stürzen, umstoßen umstürzen, umkippen ανατρέπω ανατρέπω stürzen ανατρέπω κυβέρνηση ανατρέπω κυβέρνηση umstoßen ανατρέπω σχέδια ανατρέπω σχέδια