„ανασχηματισμός“: αρσενικό ανασχηματισμός [anasçimatizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Umbildung Umbildungθηλυκό | Femininum, weiblich f ανασχηματισμός ανασχηματισμός