αναπλήρωση
[anaˈplirosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vetretungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναπλήρωση ατόμουαναπλήρωση ατόμου
- Ersetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναπλήρωση πράγματοςαναπλήρωση πράγματος