„αναξιόλογος“ αναξιόλογος [anaksiˈoloɣos], αναξιόλογη, αναξιόλογοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) belanglos belanglos αναξιόλογος αναξιόλογος