αναλογώ
[analoˈɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <αόριστος | Aorist aor>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- entsprechen (μεδοτική | Dativ dat)αναλογώ έχω ομοιότητααναλογώ έχω ομοιότητα
- entfallen (δοτική | Dativdat auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)αναλογώ αντιστοιχώαναλογώ αντιστοιχώ