αναλογία
[analoˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Entsprechungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναλογία αντιστοιχίαAnalogieθηλυκό | Femininum, weiblich fαναλογία αντιστοιχίααναλογία αντιστοιχία
- Verhältnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nαναλογία σχέσηαναλογία σχέση
- Größenverhältnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nαναλογίααναλογία
- Proportionθηλυκό | Femininum, weiblich fαναλογία σχέση ανάμεσα στις διαστάσεις των μερών ενός όλουαναλογία σχέση ανάμεσα στις διαστάσεις των μερών ενός όλου
exemples
- σε αναλογία μεim Verhältnis zu
- αναλογία μεγέθουςGrößenverhältnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αναλογία μίξηςMischungsverhältnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n