„ανακτήσιμος“ ανακτήσιμος [anakˈtisimos], ανακτήσιμη, ανακτήσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) abrufbar abrufbar ανακτήσιμος δεδομένα ανακτήσιμος δεδομένα