αναιρώ
[aneˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -εσα; -έθηκα; -εμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- widerlegenαναιρώ επιχείρημααναιρώ επιχείρημα
- widerrufenαναιρώ ανακαλώαναιρώ ανακαλώ
- aufhebenαναιρώ νομικός όρος | Rechtswesenνομαναιρώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ
exemples
- αναιρώ επιλογή ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υeine Markierung aufheben