ανέγερση
[aˈnejersi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Errichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fανέγερσηAufbauαρσενικό | Maskulinum, männlich mανέγερσηανέγερση
exemples
- ανέγερση σκαλωσιάςGerüstbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m