ανάρμοστος
[aˈnarmostos], ανάρμοστη, ανάρμοστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unangemessen, unangebracht, unpassendανάρμοστοςανάρμοστος
exemples
- ανάρμοστη συμπεριφοράθηλυκό | Femininum, weiblich fFehlverhaltenουδέτερο | Neutrum, sächlich n