„ανάπαυση“: θηλυκό ανάπαυση [aˈnapafsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Erholung, Ruhe Erholungθηλυκό | Femininum, weiblich f ανάπαυση Ruheθηλυκό | Femininum, weiblich f ανάπαυση ανάπαυση