ανάθεση
[aˈnaθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Übertragungθηλυκό | Femininum, weiblich f (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ανάθεση αποστολή, καθήκοντοςανάθεση αποστολή, καθήκοντος
- Beauftragungθηλυκό | Femininum, weiblich fανάθεσηανάθεση
exemples
- ανάθεση ρόλωνRollenverteilungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ανάθεση σχεδιασμούPlanungskommissionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ανάθεση σε εξωτερικό συνεργάτη οικονομία | WirtschaftοικονOutsourcingουδέτερο | Neutrum, sächlich n