αμφισβητώ
[amfizviˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- zweifeln (αιτιατική | Akkusativakk an+δοτική | +Dativ +dat)αμφισβητώanzweifeln, bezweifeln, in Frage stellenαμφισβητώαμφισβητώ
- anfechtenαμφισβητώ νομικός όρος | Rechtswesenνομαμφισβητώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ