αμνιακός
[amniaˈkos], αμνιακή, αμνιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- αμνιακό υγρόουδέτερο | Neutrum, sächlich nFruchtwasserουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αμνιακός σάκοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mFruchtblaseθηλυκό | Femininum, weiblich f