„αλύγιστος“ αλύγιστος [aˈlijistos], αλύγιστη, αλύγιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) starr, unbiegsam, unflexibel, unbeugsam starr, unbiegsam, unflexibel αλύγιστος που δε λυγίζει αλύγιστος που δε λυγίζει unbeugsam αλύγιστος αμετάπειστος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ αλύγιστος αμετάπειστος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ