„αλουμινόχαρτο“: ουδέτερο αλουμινόχαρτο [alumiˈnoxarto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Alufolie Alufolieθηλυκό | Femininum, weiblich f αλουμινόχαρτο αλουμινόχαρτο