„αλογάκια“: πληθυντικός ουδετέρου αλογάκια [aloˈɣakjja]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Karussell Karussellουδέτερο | Neutrum, sächlich n αλογάκια αλογάκια