„αλμυρός“ αλμυρός [almiˈros], αλμυρή, αλμυρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) salzig, gesalzen, gepfeffert salzig, gesalzen αλμυρός αλμυρός gepfeffert αλμυρός τιμή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ αλμυρός τιμή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ exemples αλμυρή λίμνηθηλυκό | Femininum, weiblich f Salzseeαρσενικό | Maskulinum, männlich m αλμυρή λίμνηθηλυκό | Femininum, weiblich f