„ακόλουθος“: επίθετο, ως επίθετο ακόλουθος [aˈkoluθos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ακόλουθη, ακόλουθο Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) folgend (nach)folgend ακόλουθος ακόλουθος „ακόλουθος“: αρσενικό ακόλουθος [aˈkoluθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Attaché Attachéαρσενικό | Maskulinum, männlich m ακόλουθος ακόλουθος