„ακουστικό“: ουδέτερο ακουστικό [akustiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Hörer, Hörgerät Hörerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ακουστικό τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ ακουστικό τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ Hörgerätουδέτερο | Neutrum, sächlich n ακουστικό για κωφούς ακουστικό για κωφούς exemples ακουστικό βαρηκοΐας Hörhilfeθηλυκό | Femininum, weiblich f ακουστικό βαρηκοΐας ακουστικό τύπου ψείρα Ohrhörerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ακουστικό τύπου ψείρα