„ακομπανιάρω“: μεταβατικό ρήμα ακομπανιάρω [akombaˈɲaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ισα; -ίστηκα; -ισμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) begleiten begleiten ακομπανιάρω μουσ ακομπανιάρω μουσ