ακαταμάχητος
[akataˈmaçitos], ακαταμάχητη, ακαταμάχητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unanfechtbarακαταμάχητοςακαταμάχητος
exemples
- ακαταμάχητο επιχείρημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nTotschlagargumentουδέτερο | Neutrum, sächlich n