ακανόνιστος
[akaˈnonistos], ακανόνιστη, ακανόνιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unregelmäßigακανόνιστος μη κανονικόςακανόνιστος μη κανονικός
- ungeregeltακανόνιστος ατακτοποίητοςακανόνιστος ατακτοποίητος