„αιώνιος“ αιώνιος [eˈonios], αιώνια, αιώνιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ewig ewig αιώνιος παντοτινός, συνεχής αιώνιος παντοτινός, συνεχής