αιχμάλωτος
[exˈmalotos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αιχμάλωτη, αιχμάλωτοVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- gefangenαιχμάλωτοςαιχμάλωτος
exemples
- αιχμάλωτο πουλίουδέτερο | Neutrum, sächlich nKäfigvogelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αιχμάλωτος
[exˈmalotos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)