αισθητικός
[esθitiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αισθητική, αισθητικόVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ästhetischαισθητικόςαισθητικός
αισθητικός
[esθitiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kosmetikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαισθητικόςαισθητικός