αισθηματικός
[esθimatiˈkos], αισθηματική, αισθηματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sentimental, empfindsamαισθηματικόςαισθηματικός
exemples
- αισθηματικά ζητήματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplGefühlslebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n