αθώος
[aˈθoos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αθώα, αθώοVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unschuldigαθώος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαθώος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- naivαθώος αφελήςαθώος αφελής
- harmlosαθώος ακίνδυνοςαθώος ακίνδυνος
αθώος
[aˈθoos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)