„αθετώ“: μεταβατικό ρήμα αθετώ [aθeˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) brechen brechen αθετώ λόγο, υπόσχεση αθετώ λόγο, υπόσχεση