„αθέτηση“: θηλυκό αθέτηση [aˈθetisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Bruch Bruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθέτηση αθέτηση