αθάνατος
[aˈθanatos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αθάνατη, αθάνατοVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unsterblichαθάνατοςαθάνατος
- unverwüstlichαθάνατος ύφασμα, αντικείμενοαθάνατος ύφασμα, αντικείμενο
αθάνατος
[aˈθanatos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)