αδράνεια
[aˈðrania]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Untätigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαδράνεια απραξίααδράνεια απραξία
- Passivitätθηλυκό | Femininum, weiblich fαδράνεια παθητικότητααδράνεια παθητικότητα
- Trägheitθηλυκό | Femininum, weiblich fαδράνεια τεμπελιάαδράνεια τεμπελιά