αδικαιολόγητος
[aðikjeoˈlojitos], αδικαιολόγητη, αδικαιολόγητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ungerechtfertigt, unbegründetαδικαιολόγητος χωρίς λόγοαδικαιολόγητος χωρίς λόγο
- unentschuldigtαδικαιολόγητος ασυγχώρητοςαδικαιολόγητος ασυγχώρητος