„αδιαμφισβήτητα“: επίρρημα αδιαμφισβήτητα [aðjamfizˈvitita]επίρρημα | Adverb adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) fraglos fraglos αδιαμφισβήτητα αδιαμφισβήτητα