αδιάβατος
[aˈðjavatos], αδιάβατη, αδιάβατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unpassierbar, unwegsamαδιάβατος δρόμοςαδιάβατος δρόμος
- unbefahrbarαδιάβατος με αυτοκίνητοαδιάβατος με αυτοκίνητο