αδήλωτος
[aˈðilotos], αδήλωτη, αδήλωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unangemeldetαδήλωτος αυτοκίνητο, πολίτηςαδήλωτος αυτοκίνητο, πολίτης
- nicht deklariertαδήλωτος εμπόριο | Handelεμπαδήλωτος εμπόριο | Handelεμπ