„αγωνιώ“: αμετάβατο ρήμα αγωνιώ [aɣoniˈo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; ohneαόριστος | Aorist aor> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Angst haben, in großer Besorgnis sein, gespannt sein aufgeregt sein, bangen Angst haben αγωνιώ φοβάμαι αγωνιώ φοβάμαι in großer Besorgnis sein (για wegen) αγωνιώ ανησυχώ bangen (για um) αγωνιώ ανησυχώ αγωνιώ ανησυχώ gespannt sein, aufgeregt sein αγωνιώ ανυπομονώ αγωνιώ ανυπομονώ