„αγχωμένος“ αγχωμένος [aŋxoˈmenos], αγχωμένη, αγχωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gestresst gestresst αγχωμένος αγχωμένος