„αγροικία“: θηλυκό αγροικία [aɣriˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Häuschen Häuschenουδέτερο | Neutrum, sächlich n αγροικία αγροικία