αγνώριστος
[aˈɣnoristos], αγνώριστη, αγνώριστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unerkanntαγνώριστος που δεν τον γνώρισε κανείςαγνώριστος που δεν τον γνώρισε κανείς
- unerkennbar, unkenntlichαγνώριστος που δεν μπορεί να τον γνωρίσει κανείςαγνώριστος που δεν μπορεί να τον γνωρίσει κανείς