αγιογδύτης
[ajioɣˈðitis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Halsabschneiderαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαγιογδύτηςαγιογδύτης