„αγγείο“: ουδέτερο αγγείο [aŋˈgjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Gefäß, Gefäß, Vase Gefäßουδέτερο | Neutrum, sächlich n αγγείο Vaseθηλυκό | Femininum, weiblich f αγγείο αγγείο Gefäßουδέτερο | Neutrum, sächlich n αγγείο ανατομία | Anatomieανατ αγγείο ανατομία | Anatomieανατ exemples αιμοφόρο αγγείο Blutgefäßουδέτερο | Neutrum, sächlich n αιμοφόρο αγγείο