αγαπημένος
[aɣapiˈmenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αγαπημένη, αγαπημένοVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- geliebtαγαπημένοςαγαπημένος
- Lieblings-αγαπημένοςαγαπημένος
exemples
- αγαπημένη απασχόλησηθηλυκό | Femininum, weiblich fLieblingsbeschäftigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αγαπημένη λέξηθηλυκό | Femininum, weiblich fLieblingswortουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αγαπημένη ταινίαθηλυκό | Femininum, weiblich fLieblingsfilmαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
αγαπημένος
[aɣapiˈmenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)