αγέλη
[aˈjeli]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Herdeθηλυκό | Femininum, weiblich fαγέλη πρόβατα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαγέλη πρόβατα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Rudelουδέτερο | Neutrum, sächlich nαγέλη λύκοι, σκυλιά, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαγέλη λύκοι, σκυλιά, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- αγέλη βοοειδώνRinderherdeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αγέλη λύκωνWolfsrudelουδέτερο | Neutrum, sächlich n