„αγέλαστος“ αγέλαστος [aˈjelastos], αγέλαστη, αγέλαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) finster, mürrisch finster, mürrisch αγέλαστος άνθρωπος, πρόσωπο αγέλαστος άνθρωπος, πρόσωπο