„αβρότητα“: θηλυκό αβρότητα [aˈvrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Hofknicks Hofknicksαρσενικό | Maskulinum, männlich m αβρότητα αβρότητα