αβλάβεια
[aˈvlavia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Harmlosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαβλάβειααβλάβεια
- Unschädlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαβλάβεια όχι χαλασμένοςαβλάβεια όχι χαλασμένος