„αίθριος“ αίθριος [ˈeθrios], αίθρια, αίθριοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) heiter heiter αίθριος καιρός αίθριος καιρός